σταφύλι

σταφύλι
Ο καρπός του αμπελιού. Είναι σύνθετος βότρυς (τσαμπί) που οι ρόγες του είναι, ανάλογα με το είδος του αμπελιού, διαφόρων μεγεθών. Κάθε ρώγα περιβάλλεται από το υμένιο (πέτσα) και συνήθως έχει, στο κέντρο, μικρό κουκούτσι ή και κουκούτσια. Το χρώμα του σ. είναι άσπρο, κίτρινο, πράσινο, μελανό κτλ. Μερικά είδη σ. έχουν, στον ίδιο βότρυ, ρώγες πολλών χρωμάτων. Οι γνωστότερες ελληνικές ποικιλίες σ. είναι: λιάτικο, μοσχάτο, αηδόνι, γλυκερίθρα, γουστουλίδη, μαλαγουζιά, μαλουκάτο, μοσχοφίλερο, τουρκοπούλα, φιλέρι, αθήρι, ακομινάτο, ασύρτικο, βηδιανό, βηλάνα, κατσιφάλι, μαυροδάφνη, ροδίτης, σαββατιανό, τουφέρα, καραμοσκέτι, μυγδάλι, σουλτανίνα, τιμπιπατίκι, αητο-νύχι, αβγουλάτο, αχλάδι, δερματάς, καρυδάτο, κολοκυθάπι, κορίθι, νυχάτο, πετεινός, ραζακί, συρίκι και φράουλα. Τα σ., εκτός από το κρασί, προσφέρουν και άλλα ποτά, θεωρούνται δε άριστη τροφή γι’ αυτό και χρησιμοποιούνται και για θεραπευτικούς λόγους (σταφυλοθεραπεία). Συγκομιδή σταφυλιού (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το / σταφύλιον, ΝΜΑ [σταφυλή]
ο καρπός τού κλήματος, ο καρπός τού αμπελιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σταφύλι — το ο καρπός του αμπελιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταφυλίνου — σταφυλί̱νου , σταφυλῖνος carrot masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφυλίνους — σταφυλί̱νους , σταφυλῖνος carrot masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφυλίνων — σταφυλί̱νων , σταφυλῖνος carrot masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφυλίνῳ — σταφυλί̱νῳ , σταφυλῖνος carrot masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμπελοστάφυλο — το σταφύλι αμπελιού (σε αντίθεση προς το σταφύλι της κληματαριάς). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + σταφύλι] …   Dictionary of Greek

  • βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… …   Dictionary of Greek

  • κατοπινάρι — το [κατοπινός] 1. σταφύλι το οποίο ωριμάζει μετά τον πρώτο τρύγο, όψιμο σταφύλι 2. κατοπινάρικο* …   Dictionary of Greek

  • ομφακός — ὀμφακός, ὁ (Α) ὄμφαξ*, άγουρο σταφύλι, αγουρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ὄμφαξ, ακος «άγουρο σταφύλι»] …   Dictionary of Greek

  • ράγα — Σαρκώδης καρπός, συνήθως σφαιρικός, πεπιεσμένος ή απιόμορφος· μερικές φορές μοιάζει με δρύπη, από την οποία όμως διαφέρει, γιατί δεν έχει το ξυλώδες ενδοκάρπιο που αποτελεί το κέλυφος των σπερμάτων. Στη ράγα τα σπέρματα περιβάλλονται από τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”